Το όραμα της ΕΕ για τη βιοτεχνολογία φυτών της επόμενης εικοσαετίας

Η Ευρώπη κινδυνεύει να χάσει τη πρωτοκαθεδρία που έχει μέχρι σήμερα στους τομείς της βιοτεχνολογίας και της γονιδιωματικής των φυτών, και να ξεπεραστεί από τις άλλες μεγάλες οικονομίες του πλανήτη. Καθώς ο πληθυσμός του πλανήτη αναμένεται να φτάσει τα επόμενα 50 χρόνια από τα 6 στα 9 δισ. άτομα, η Γηραιά Ήπειρος είναι πολύ πιθανόν να βρεθεί σε δύσκολη θέση, αφού θα μειώνονται τα ορυκτά καύσιμα και θα αυξάνεται διαρκώς η ανάγκη για τη δημιουργία υλικών και καυσίμων που θα προέρχονται από φυτικές πηγές. 

Οι παραπάνω επισημάνσεις περιέχονται στο κείμενο προτάσεων που παρέδωσαν στις 24 Ιουνίου 2004 στον Ευρωπαίο Επίτροπο αρμόδιο για θέματα έρευνας Philippe Busquin κορυφαία στελέχη από τους τομείς της έρευνας, της βιομηχανίας τροφίμων και βιοτεχνολογίας, καθώς και εκπρόσωποι του αγροτικού τομέα και των ενώσεων καταναλωτών. Στο κείμενο με τον τίτλο 'Φυτά για το μέλλον: Το όραμα της ευρωπαϊκής βιοτεχνολογίας για το 2025' οι συντάκτες σκιαγραφούν τις προτεραιότητες στις οποίες θα πρέπει να δώσει έμφαση η ΕΕ, προκειμένου να αναπτυχθεί περαιτέρω σε αυτούς τους τομείς. 

Τα αναγκαία βήματα για την επιτυχία 

Όπως επισημαίνεται στην έκθεση, θεωρείται επιτακτική η προώθηση και η υλοποίηση ερευνητικών προγραμμάτων που θα έχουν ως στόχο την παραγωγή πιο υγιεινών και καλύτερης ποιότητας τροφίμων, καθώς και την ενίσχυση της ευρωπαϊκής γεωργίας. Οι ενέργειες της ΕΕ, βραχυπρόθεσμα (2004-2015), θα πρέπει να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τη διαμόρφωση ερευνητικών προγραμμάτων που θα εστιάζουν στα θρεπτικά συστατικά των τροφών, και την προώθηση των συνεργασιών μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα για την εκμετάλλευση των καινοτομιών που θα δημιουργηθούν. Μεσομακροπρόθεσμα (2015-2025) θεωρείται αναγκαία, μεταξύ άλλων, η δημιουργία μιας εξελιγμένης βάσης γνώσης γονιδιωματικής για όλα τα φυτά που ήδη καλλιεργούνται στην Ευρώπη, και η υλοποίηση προγραμμάτων βιοτεχνολογικής συνεργασίας με τα αναπτυσσόμενα κράτη για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας. 

Η ευρωπαϊκή υστέρηση

Σύμφωνα με τους συντάκτες του κειμένου, οι ευρωπαϊκές επενδύσεις στον τομέα της βιοτεχνολογίας δείχνουν να έχουν μείνει στάσιμες τα τελευταία χρόνια, λόγω εν μέρει του περιοριστικού πολιτικού και νομοθετικού πλαισίου που ισχύει στην ΕΕ σε σύγκριση με αυτά που ισχύουν σε άλλες χώρες όπως στις ΗΠΑ, την Ιαπωνία και την Κίνα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι ευρωπαϊκές μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) βιοτεχνολογίας να στρέφουν τις επενδυτικές και ερευνητικές δραστηριότητές τους σε αυτές τις χώρες ή ακόμα και στην Ινδία και την Αργεντινή. Ενδεικτικά είναι τα αποτελέσματα έρευνας που δείχνουν ότι το 27% των ερευνητικών έργων βιοτεχνολογίας που κατατέθηκαν για έγκριση τα τελευταία χρόνια απορρίφθηκαν. Υπό αυτές τις συνθήκες η ΕΕ κινδυνεύει σε λίγα χρόνια να γίνει τεχνολογικά μη ανταγωνιστική όσον αφορά τόσο τα συμβατικά όσο και τα γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα.

Η 'πράσινη' οικονομία της Γηραιάς Ηπείρου

Προκειμένου να τεκμηριώσουν τις προτάσεις για τη χάραξη μιας αποτελεσματικής ευρωπαϊκής πολιτικής για το βιοτεχνολογικό τομέα, οι συντάκτες του κειμένου χρησιμοποιούν τη γλώσσα των αριθμών, η οποία δείχνει την τεράστια οικονομική σημασία που έχει για την ΕΕ ο αγροτικός τομέας και τα παραγόμενα από αυτόν προϊόντα. Πιο συγκεκριμένα:

  • Η ευρωπαϊκή αγορά σπόρων είναι η μεγαλύτερη περιφερειακή αγορά (30% της παγκόσμιας αγοράς) και η συνολική της αξία εκτιμάται στα 8,4 δισ. ευρώ ετησίως. Η Γηραιά Ήπειρος κατείχε την περασμένη χρονιά το 28% της παγκόσμιας αγοράς αγροχημικών συνολικής αξίας 26,6 δισ. ευρώ.
  • Η ευρωπαϊκή δασοκομία και οι σχετιζόμενες με αυτήν βιομηχανίες πραγματοποιούν κύκλο εργασιών μεγαλύτερο των 200 δισ. ευρώ ετησίως και απασχολούν περισσότερους από 3,5 εκατ. εργαζόμενους.
  • Στην ΕΕ των 15 υπήρχαν περίπου 7 εκατ. αγροκτήματα στα οποία απασχολούνταν περίπου 15 εκατ. άνθρωποι. Με τη διεύρυνση, ο αριθμός συνολικός αριθμός των αγροκτημάτων υπερδιπλασιάστηκε (17 εκατομμύρια) ενώ το ποσοστό των αγροτών στο εργατικό δυναμικό αυξήθηκε από 4% (ΕΕ 15) σε 8% (ΕΕ 25).
  • Η ΕΕ εισάγει αγροτικά προϊόντα αξίας 66,6 δισ. ευρώ και εξάγει προϊόντα αξίας 55,7 δισ. ευρώ. 
  • Η ευρωπαϊκή βιομηχανία τροφίμων και ποτών αποτελεί τον κορυφαίο βιομηχανικό τομέα της ΕΕ αφού παράγει προϊόντα συνολικής αξίας 600 δισ. ευρώ, με προστιθέμενη αξία 145 δισ. ευρώ. Με 2,6 εκατ. εργαζόμενους αποτελεί τον τρίτο μεγαλύτερο εργοδότη της ΕΕ.