Oι κοινωνικές αλληλεπιδράσεις είναι αυτές που οδηγούν στην ευημερία

Luisa Corrado

Καθηγήτρια, Πανεπιστήμιο Cambridge

Τεύχος 65 | Μάρ.-Απρ. 2008

Interview

Η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου του Cambridge, Luisa Corrado, μιλά για το έργο EURECONAW που εξετάζει τη σχέση μεταξύ πλούτου και ευτυχίας. Αξιοποιώντας καινοτόμες μεθόδους οικονομικής ανάλυσης, η Luisa Corrado εξέτασε ερωτήματα όπως η σχέση του ατομικού πλούτου με το αίσθημα ικανοποίησης από τη ζωή, αλλά και των πολιτικών αποφάσεων με το αίσθημα ευημερίας.

Το έργο EURECONAW έλαβε πρόσφατα το Βραβείο Marie Curie. Τι σημαίνει αυτό το βραβείο για εσάς και τη δουλειά σας;

Αισθάνομαι ότι είναι πολύ μεγάλη τιμή που έλαβα αυτό το βραβείο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ένιωσα βαθιά ικανοποίηση όταν άκουσα από τον Επίτροπο Janez Potocnik και την πρόεδρο της Ειδικής Κριτικής Επιτροπής, καθηγήτρια Mary Osborn, το σκεπτικό πίσω από τη βράβευσή μας. Τα βραβεία δεν αφορούν απλώς ατομικά επιτεύγματα, καθώς η προώθηση της έρευνας, η αναγνώριση και αξιολόγηση της δουλειάς του ερευνητή συμβάλλουν ταυτόχρονα στην ενίσχυση της γνώσης και της ανάπτυξης σε ευρωπαϊκό επίπεδο, γεγονός που λειτουργεί ως ένα καταπληκτικό κίνητρο υπέρ της ακαδημαϊκής κι ερευνητικής κοινότητας.
Το θέμα της έρευνάς μου βρίσκεται αυτήν τη στιγμή στο επίκεντρο των ευρωπαϊκών πολιτικών συζητήσεων. Στην ουσία, εάν θέλουμε να επιτευχθεί οικονομική συνοχή μεταξύ των περιφερειών της Ευρώπης, τότε το να θέτουμε αμιγώς οικονομικούς στόχους δεν αρκεί. Η απόδοση περισσότερης σημασίας στην υποκειμενική ευημερία σε περιφερειακό επίπεδο, θα μπορούσε να επιφέρει σημαντικές αλλαγές στον τομέα των κοινωνικών παρεμβάσεων ή ακόμη και στον τομέα της οικονομικής πολιτικής, ενώ το κίνητρο πίσω από αυτόν τον τρόπο εξέτασης των πραγμάτων είναι η πεποίθηση ότι η μελέτη του πώς ατομικά αντιλαμβάνεται ο καθένας την ποιότητα ζωής μπορεί όντως να βοηθήσει στο να προαχθεί η υποκειμενική του ευημερία και η διαδικασία κοινωνικής ένταξης.

Ποιοι είναι οι στόχοι του έργου EURECONAW και ποια είναι τα κύρια ευρήματά σας;

Η έρευνά μας, αναλύοντας τα δεδομένα της Ευρωπαϊκής Κοινωνικής Έρευνας τα οποία αφορούν τα "παλαιότερα" κράτη της ΕΕ, ή της ΕΕ15, για το 2002 και 2004, επιβεβαιώνει ότι υπάρχει μια σαφής γεωγραφική διαίρεση μεταξύ βορείων και νοτίων ευρωπαϊκών χωρών, και καταλήγει να συμπίπτει με υφιστάμενα ευρήματα σύμφωνα με τα οποία η Δανία και οι Σκανδιναβοί γείτονές της βρίσκονται πρώτοι στον κατάλογο της ευημερίας. Η έρευνά μας έχει ως στόχο να κατανοήσει για ποιο λόγο υπάρχουν τέτοιου είδους συγκριτικές διαφορές ανά κράτη και περιφέρειες στην επικράτεια της Ευρώπης.
Είναι υπερβολικά απλό να υποθέσουμε πως οι Σκανδιναβοί παρουσιάζουν τα υψηλότερα επίπεδα ευημερίας στην Ευρώπη εξαιτίας των υψηλών τους εισοδημάτων. Η ΕΕ15 ως σύνολο είχε άλλωστε θετικά αποτελέσματα ως προς την οικονομική ανάπτυξη τις τελευταίες δεκαετίες.
Τι είναι λοιπόν αυτό που αυξάνει την ικανοποίησή μας από τη ζωή; Μια από τις επικρατέστερες υποθέσεις αναφέρει πως όσοι έχουν τα υψηλότερα επίπεδα ικανοποίησης από τη ζωή εμφανίζουν και το μεγαλύτερο βαθμό εμπιστοσύνης στην κυβέρνησή τους, την αστυνομία και το δικαστικό σύστημα, καθώς και στους γύρω τους. Οι πιο ικανοποιημένοι άνθρωποι τείνουν επίσης να έχουν πολλούς φίλους και γνωστούς, καθώς και τουλάχιστον ένα στενό φίλο, ή ένα σύντροφο. Η έκθεση επιβεβαιώνει επίσης το γνωστό ρητό που λέει ότι τα λεφτά δεν αγοράζουν την ευτυχία. Σε χώρες όπου ο πληθυσμός υποστηρίζει ότι γενικά εμπιστεύεται την κυβέρνησή του και άλλους θεσμούς, το υψηλό εισόδημα κάνει τους πολίτες να είναι ακόμη πιο ικανοποιημένοι –σε χώρες όμως που στερούνταν αυτής της εμπιστοσύνης, ακόμη κι οι πλουσιότεροι έτειναν να είναι λιγότερο ικανοποιημένοι.

Η ευτυχία θεωρείται γενικώς ως υποκειμενική κατάσταση. Τι είδους προδιαγραφές χρησιμοποιήσατε ώστε να μετρήσετε και να συγκρίνετε με αντικειμενικό τρόπο τα επίπεδα ευτυχίας;

Η ατομική ευημερία, ιδωμένη από τη σκοπιά της ψυχολογίας και της φιλοσοφίας, αποτελείται από την ικανοποίηση από τη ζωή (η οποία καλύπτει όλες τις πτυχές της ζωής, συμπεριλαμβανομένων και των παραγόντων που αφορούν τις διαπροσωπικές σχέσεις) σε συνδυασμό με την ηδονιστική αντίληψη για την ευτυχία. Και συνήθως όταν αναζητούμε πρότυπα υπέρ της ποιότητας της ζωής μας, αναφερόμαστε σε μια ευρύτερη έννοια που είναι η ανθρώπινη επιθυμία για σφαιρική ολοκλήρωση. Για παράδειγμα, το άτομο δεν θέλει να μεγιστοποιεί μόνο την προσωπική του ευχαρίστηση, αλλά συγχρόνως εξετάζει πώς θεσμικοί, περιβαλλοντικοί, προσωπικοί και διαπροσωπικοί παράγοντες επηρεάζουν ολόκληρη τη ζωή του.
Η ευημερία είναι σίγουρα ένα πολυδιάστατο φαινόμενο που αποτελείται τόσο από αντικειμενικούς παράγοντες (όπως το εισόδημα, οι κοινωνικο-δημογραφικοί παράγοντες, τα γεωγραφικά και θεσμικά χαρακτηριστικά της περιοχής/χώρας όπου διαμένει το άτομο) και από πιο υποκειμενικά πρότυπα (ατομικούς και διαπροσωπικούς παράγοντες).
Θα ήταν αρκετά απλοϊκό να υποθέσουμε ότι αθροίζοντας απλώς ατομικά δεδομένα θα μπορούσαμε να καταλήξουμε σε ένα σωρευτικό πρότυπο για τη δημόσια ευχαρίστηση/δυσαρέσκεια. Σε μια τέτοια περίπτωση, υπεύθυνες για το αποτέλεσμα θα ήταν αμιγώς υποκειμενικές στάσεις και προσωπικά ή κοινωνικο-πολιτισμικά χαρακτηριστικά (αισιοδοξία, απαισιοδοξία, ταπεινοφροσύνη κ.λπ.), και δεν θα διαδραμάτιζαν κανένα ρόλο οι υπερ-ατομικοί και θεσμικοί παράγοντες.
Στην πραγματικότητα, του το μεγαλύτερο μέρος των πολιτικών για τη δημιουργία εθνικών "λογαριασμών ευημερίας" που να συνεπικουρούν την υφιστάμενη οικονομική κατάσταση, είναι και η αναγνώριση ότι η κοινωνική ευχαρίστηση είναι το αποτέλεσμα τόσο ατομικών όσο και κοινωνικών και θεσμικών παραγόντων.

Στην έρευνά σας, η Ελλάδα βρισκόταν μεταξύ των χωρών με τις χαμηλότερες επιδόσεις στο θέμα της ευημερίας. Τι νομίζετε ότι θα πρέπει να κάνει η Πολιτεία για να βελτιώσει αυτήν την κατάσταση; Ποιες θα πρέπει να είναι οι κύριες προτεραιότητες;

Οι εθνικές πολιτικές που αναγνωρίζουν τη σημασία της προσμέτρησης και υποστήριξης της ατομικής ευημερίας μπορούν επίσης να έχουν θετικές συνέπειες και στο οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, όπως πιο παραγωγικούς εργαζομένους και περισσότερη κοινωνική συνοχή. Και συνεπώς η στήριξη της ευημερίας μπορεί να οδηγήσει ταυτόχρονα στη στήριξη της οικονομικής ανάπτυξης.

Δεν είναι συνεπώς περίεργο το γεγονός ότι κάποιες από τις πλουσιότερες χώρες/περιφέρειες είναι ταυτόχρονα κι αυτές με το υψηλότερο εισόδημα. Αυτό συμβαίνει απλώς και μόνο επειδή δίνονται στους πολίτες σημαντικές ανάδρομες ρυθμίσεις, μέσω των πολιτικών που αναγνωρίζουν τη σημασία της ευημερίας των ατόμων και των οικονομικών επιδόσεων μιας χώρας.

Οι κύριες προτεραιότητες των πολιτικών παρεμβάσεων θα πρέπει να είναι η μείωση των συγκριτικών διαφορών μεταξύ των ατόμων, όχι μόνο ως προς το εισόδημα, αλλά και ως προς, για παράδειγμα, την κοινωνική κινητικότητα, ούτως ώστε να αποφεύγονται οι κοινωνικές παγίδες της ανεργίας και της χαμηλής κοινωνικο-οικονομικής θέσης.
Το σαφές μήνυμα της έρευνας προς τους υπευθύνους χάραξης πολιτικής είναι ότι θα πρέπει να προάγουν την κοινωνική ένταξη, καθώς αυτή επιφέρει την ψυχολογική ολοκλήρωση που είναι απαραίτητη για την εθνική ευτυχία. Το να επικεντρώνονται οι κυβερνήσεις στην αύξηση του πλούτου δεν αρκεί. Η ευημερία μας έχει περισσότερες πιθανότητες να ευπραγήσει σε μια κοινωνία όπου υπάρχει αλληλοϋποστήριξη κι εμπιστοσύνη. Η εργασία μας καταδεικνύει σαφώς πως οι κοινωνικές αλληλεπιδράσεις είναι αυτές που οδηγούν στην ευημερία, και συνεπώς θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τη χάραξη των αντίστοιχων κοινωνικών και οικονομικών πολιτικών. Για παράδειγμα, σχετικά με κάποιους από τους πιο συγκεκριμένους παράγοντες που ανακαλύψαμε ότι επηρεάζουν την ευημερία, όπως διάφορες μορφές εμπιστοσύνης, καταλήξαμε ότι είναι σημαντικό οι πολιτικές να προάγουν με κάποιο τρόπο αυτού του είδους την εμπιστοσύνη ούτως ώστε να επιτευχθεί κοινωνική συνοχή.
Οι παρεμβάσεις αυτές έχουν ως στόχο να μειώσουν τις συγκριτικές διαφορές μεταξύ των ατόμων όχι μόνο ως προς το εισόδημα, αλλά και ως προς άλλους κοινωνικο-δημογραφικούς παράγοντες. Για παράδειγμα, είναι σημαντικό να ενισχυθεί η κοινωνική κινητικότητα ώστε να αποφευχθούν οι κοινωνικές παγίδες της ανεργίας και των κοινωνικο-οικονομικών τάξεων (το φαινόμενο "το μήλο κάτω από τη μηλιά").

Όσον αφορά τους παράγοντες που επηρεάζουν την κοινωνική συνοχή και την κοινωνική κινητικότητα, αυτοί είναι οι ακόλουθοι: Χαμηλά επίπεδα ανεργίας, Υψηλό μορφωτικό επίπεδο (ο ρόλος της δια βίου μάθησης), Υψηλότερο εισόδημα και λιγότερες ανισότητες (πιο ευνοϊκή η σύγκριση με τους άλλους), Υψηλός δείκτης γεννήσεων (ο ρόλος της κοινωνικής πολιτικής για την ενίσχυση της συμμετοχής των γυναικών και την υποστήριξη των νεαρών οικογενειών), Οικονομική ελευθερία (χαμηλή προστασία για αναποτελεσματικές εταιρείες, ελεύθερη είσοδος για τους νέους επιχειρηματίες, ευνοϊκή φορολόγηση, κ.λπ.), Πολιτική ελευθερία, Ευελιξία και Ασφάλεια στις αγορές εργασίες (ευελιξία συνδυασμένη με κοινωνική προστασία, όπως το παράδειγμα της Δανίας).